πλάζω

πλάζω
(I)
Α
(ποιητ. τ.)
1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ' ἀπὸ Σικανίης δεῡρ' ἐλθέμεν», Ομ. Οδ.
β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν
τες», Πίνδ.)
2. εμποδίζω, προσκρούω («πλάζει τὸν παῑδα τὰ σάνδαλα», Ζωναρ.)
3. (για τα κύματα) (κυρίως στον Όμ.) πλήσσω, χτυπώ («κῡμα... πλαζ' ὤμους καθύπερθεν», Ομ. Ιλ.)
4. μτφ. αποπλανώ, εξαπατώ («οἵ με μέγα πλάζουσι καὶ οὺκ εὶῶσ' ἐθέλοντα Ἴλιον ἐκπέρσαι», Ομ. Ιλ.)
5. παθ. πλάζομαι αποβάλλω ή χάνω κάτι («πατροφόνῳ χερὶ τῶν... ὀμμάτων ἐπλάγχθη», Αισχύλ.)
6. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) πλαζόμενοι
οι πλανήτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλάζω ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (πλᾰγ-) της ΙΕ ρίζας *plā-k-/plā-g- «χτυπώ» (βλ. και λ. πλήσσω), με ηχηρό -γ-, εκφραστική έρρινη παρέκταση και επίθημα -jo (πλάζω < *πλαγ-γ-jο, πρβλ. κλάζω < *κλάγγ-jο). Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. plango «πλήττω, χτυπώ το στήθος από λύπη» (πρβλ. γαλλ. plaindre «παραπονιέμαι», γερμ. plagen «βασανίζω», αγγλ. plaint «θρήνος»). Στην Ελληνική, το ρ. με την αρχική σημ. τής ρίζας «χτυπώ» απαντά σε ορισμένα χωρία στον 'Ομηρο σχετικά με κύματα, καθώς και στο τοπωνύμιο Πλαγκταί, στην περίπτωση που αυτό αντιστοιχεί προς τις Συμπληγάδες. Η χρήση αυτή τού ρ. για τα κύματα που χτυπούν και, επομένως, εκτρέπουν τα πλοία από τον δρόμο τους οδήγησε πιθ. στη σημ. «κάνω κάποιον να περιπλανάται», η οποία υπήρχε ήδη στα σύνθ. ἀπο-πλάζω, παρα-πλάζω κ.λπ. και η οποία τελικά επικράτησε και επεκτάθηκε και στη σημ. τη σχετική με σφάλματα τού νου].
————————
(II)
Α
(στους Ταραντίνους) πλάθω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλάζω — turn aside pres subj act 1st sg πλάζω turn aside pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάζον — πλάζω turn aside pres part act masc voc sg πλάζω turn aside pres part act neut nom/voc/acc sg πλάζω turn aside imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πλάζω turn aside imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάζεσθε — πλάζω turn aside pres imperat mp 2nd pl πλάζω turn aside pres ind mp 2nd pl πλάζω turn aside imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγχθέντα — πλάζω turn aside aor part pass neut nom/voc/acc pl πλάζω turn aside aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαζομένων — πλάζω turn aside pres part mp fem gen pl πλάζω turn aside pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαζόμεθα — πλάζω turn aside pres ind mp 1st pl πλάζω turn aside imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαζόμενον — πλάζω turn aside pres part mp masc acc sg πλάζω turn aside pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαζόντων — πλάζω turn aside pres part act masc/neut gen pl πλάζω turn aside pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάγξαις — πλάζω turn aside aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) πλάζω turn aside aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάγξομαι — πλάζω turn aside aor subj mid 1st sg (epic) πλάζω turn aside fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”